διωγμός

διωγμός
διωγμός , οῦ, ὁ (s. two next entries; Aeschyl. et al.; Polyb. 3, 74, 2; Plut.; LXX, AscIs) a program or process designed to harass and oppress someone, persecution (in our lit. only for reasons of belief) δ. μέγας a severe persecution Ac 8:1. μετὰ διωγμῶν (D-οῦ; other v.l.-όν) not without persecutions Mk 10:30 (s. MGoguel, RHPR 8, 1928, 264–77). ἐπεγείρειν δ. ἐπί τινα stir up a persecution against someone Ac 13:50; δ. ὑποφέρειν suffer persecution 2 Ti 3:11. καταπαύειν τ. διωγμόν bring the persecution to an end MPol 1:1. W. θλῖψις Mt 13:21; Mk 4:17; 2 Th 1:4; στενοχωρία 2 Cor 12:10. W. both Ro 8:35. W. παθήματα 2 Ti 3:11. W. ἀκαταστασία 1 Cl 3:2. DELG s.v. διώκω. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διωγμός — the chase masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωγμός — ο καταδίωξη με σκοπό την εξόντωση, κατατρεγμός, αποπομπή: Διωγμός των χριστιανών. – Διωγμός των αντιφρονούντων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διωγμός — ο (AM διωγμός) [διώκω] 1. καταδίωξη 2. καταδίωξη που αποβλέπει σε εξόντωση, κατατρεγμός («οι διωγμοί τών Αρμενίων, τών Εβραίων κ.λπ.», «οἱ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν») 3. αποπομπή αρχ. κυνήγι …   Dictionary of Greek

  • διωγμοῖς — διωγμός the chase masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωγμοῖσι — διωγμός the chase masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωγμοί — διωγμός the chase masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωγμοῦ — διωγμός the chase masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωγμούς — διωγμός the chase masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωγμῶν — διωγμός the chase masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωγμῷ — διωγμός the chase masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωγμόν — διωγμός the chase masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”